- οὐρανόδεικτος
- οὐρᾰνό-δεικτος, ον,A showing itself in heaven, αἴγλη (of the moon) h.Hom.32.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουρανόδεικτος — οὐρανόδεικτος, ον (Α) (για τη Σελήνη) αυτός που εμφανίζεται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + δεικτος (< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος] … Dictionary of Greek
οὐρανόδεικτος — showing itself in heaven masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… … Dictionary of Greek